- παιδεύω
- (ΑΜ παιδεύω)1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.)3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ σε, Παναγιά, να παιδέψεις την κλεψιά», Πολίτ.β. «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω», ΚΔ)4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαιδευμένος, -η, -ο(ν)αυτός που απέκτησε ανώτερη μόρφωση, μορφωμένοςνεοελλ.υποβάλλω κάποιον σε κόπους και βάσανα, σε επίμονη όχληση και ταλαιπωρία, ταλαιπωρώ, τυραννώ, βασανίζω («μέ παίδεψε ώσπου να τό καταλάβει»)αρχ.1. (σχετικά με παιδί) ανατρέφω, μεγαλώνω («λευκὸν αὐτὴν ἐπαίδευσε γάλα», Σοφ.)2. διδάσκω κάποιον, μαθαίνω σε κάποιον κάτι3. (απολ.) παρέχω γνώσεις4. σωφρονίζω («διαίτη δὲ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα», Ξεν.)5. (μέσ με ενεργ. σημ.) παιδεύομαιεκπαιδεύω κάποιον σε κάτι6. (ενεργ. και μέσ.) ενεργώ ώστε να διδαχθεί, να εκπαιδευθεί κάποιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κατάλ. -εύω. Η αρχική σημ. τού ρ. παιδεύω «ανατρέφω, μεγαλώνω παιδιά» εξελίχθηκε «ἐπί καλῶ» μεν στη σημ. «εκπαιδεύω, διδάσκω, παιδαγωγώ», «ἐπὶ κακῷ» δε στη σημ. «τιμωρώ, τυραννώ, ταλαιπωρώ, βασανίζω», λόγω τών πειθαρχικών τιμωριών που υφίσταντο τα παιδιά στα πλαίσια τού παλαιού σχολείου και σύμφωνα με τις αρχές τής παραδοσιακής αγωγής].
Dictionary of Greek. 2013.